τρυπώνω — τρυπώνω, τρύπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τρυπώνω — Ν [τρύπα] 1. (μτβ.) αποκρύπτω, καταχωνιάζω («πού τρύπωσες τα βιβλία μου και δεν τά βρίσκω;») 2. (αμτβ.) μπαίνω κάπου για να κρυφτώ, κρύβομαι κάπου («τρύπωσε από τον φόβο της σε μια γωνιά») 3. ράβω προσωρινά με αραιές βελονιές, κάνω τρύπωμα 4. μτφ … Dictionary of Greek
τρύπωμα — το, Ν [τρυπώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τρυπώνω 2. πρόχειρο ράψιμο με αραιές βελονιές … Dictionary of Greek
βελονιάζω — 1. περνώ την κλωστή στην τρύπα της βελόνας 2. ράβω αραιά και πρόχειρα, τρυπώνω 3. περνάω με τη βελόνα κλωστή σε φύλλα, αρμαθιάζω («βελονιάζω καπνό», «...φύλλα» κ.λπ.) 4. φρ. «βελονιάζει την τρίχα» είναι πολύ επιδέξιος στην εξαπάτηση των άλλων 5.… … Dictionary of Greek
διαδύω — και διαδύνω (AM) χώνομαι, διεισδύω, τρυπώνω μέσα από κάποιο άνοιγμα κάπου αρχ. 1. διέρχομαι διά μέσου 2. διαφεύγω, υπεκφεύγω, αποφεύγω 3. εξέρχομαι από τις δυσχέρειες … Dictionary of Greek
διεισδύω — (Α διεισδύω και διεισδύνω) [εισδύω] εισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι διαπερνώντας το νεοελλ. 1. κρύβομαι, τρυπώνω 2. εμβαθύνω … Dictionary of Greek
ειστρυπώ — εἰστρυπῶ ( άω) (Μ) τρυπώνω … Dictionary of Greek
καταδύω — (AM καταδύω και καταδύνω) νεοελλ. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το καταδυόμενο(ν) παλαιά ονομασία τών πρώτων υποβρυχίων νεοελλ. μσν. βυθίζω κάποιον ή κάτι μέσα στο νερό αρχ. 1. βυθίζομαι, βουτώ 2. (για αστέρι και τον ήλιο) δύω 3. (για πλοίο) α)… … Dictionary of Greek
καταπιάνω — (Μ καταπιάνω) νεοελλ. ράβω κάτι πρόχειρα, τρυπώνω νεοελλ. μσν. 1. αρχίζω να κάνω κάτι 2. μέσ. καταπιάνομαι α) επιχειρώ να κάνω κάτι, επιλαμβάνομαι, ασχολούμαι με κάτι β) συνδέομαι φιλικά ή ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν, μπλέκω, είμαι μπλεγμένος γ) … Dictionary of Greek
παραδύομαι — Α 1. διέρχομαι από κάπου κρυφά, διεισδύω («ταῡτα... τεχνήσομαι... στενωπῷ ἐν ὁδῷ παραδύμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. εισέρχομαι κρυφά, τρυπώνω («εἰς τὴν πόλιν παραδύντα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek